- νυμφαγωγός
- νυμφαγωγόςleader of the bridemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυμφαγωγός — νυμφαγωγός, όν (ΑΜ) αυτός που οδηγεί τη νύφη από το πατρικό σπίτι στο σπίτι ή στην πατρίδα τού γαμπρού αρχ. 1. αυτός που φέρνει τη νύφη 2. αυτός που διαπραγματεύεται τον γάμο κάποιου, προξενητής 3. παράνυμφος, κουμπάρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη +… … Dictionary of Greek
Нимфагогос — • Νυμφαγωγός, см. Matrimonium, Брак, 1, 4 … Реальный словарь классических древностей
νυμφαγωγοί — νυμφαγωγός leader of the bride masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαγωγούς — νυμφαγωγός leader of the bride masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαγωγέ — νυμφαγωγός leader of the bride masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαγωγῷ — νυμφαγωγός leader of the bride masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυμφαγωγόν — νυμφαγωγός leader of the bride masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
куриг — шафер , только русск. цслав. куригъ νυμφαγωγός. Скорее из греч. *κορηγός – то же, чем из κορικός девичий , от κόρη (вопреки Маценауэру (LF 9, 39), Бернекеру (1, 648)) … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
БРАК — • Matrimonium. I. У греков (γάμος). 1. Цель Б. у греков была иметь законное потомство и удовлетворить таким образом тройной обязанности: относительно богов, которым должны были быть оставлены слуги (Plat. legg. 6, p. 773, Ε),… … Реальный словарь классических древностей
невестоводец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. νυμφαγωγός) дружка (шафер), обязанность… … Словарь церковнославянского языка